-
1 γυναικ-ώδης
γυναικ-ώδης, ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.
-
2 άπαλός
άπαλός, ή, όν (ἍΠτω, vgl. ἁβρός), weich anzufühlen, zart, Hom. δειρή Il. 3, 371; αὐχήν 17, 49; παρειαί 18, 123; χεῖρες Od. 21, 151; πόδες Iliad. 19, 92; ἦτορ 11, 115; ἁπαλὸν γελᾶν, behaglich lachen, Od. 14, 465, s. ἁβρός. – Tragg. u. Prosa, oft neben νέος, Plat. Conv. 195 c; Her. 2, 92 von frischen Früchten, den αὖα entgegstzt; nicht selten mit tadelndem Nebenbegriff, καὶ ἄνανδρος Plat. Phaedr. 239 c. Cratin. nannte einen λιμήν so, = εὔορμος, B. A. 13; D. Sic. 3, 25 πῠρ, gelindes Feuer; vom Wein, Strab.
-
3 ἀνίημι
ἀνίημι, ης (ἀνιεῖς, as if from ἀνιέω, dub. in Il.5.880), ησι: [tense] impf. ἀνίην, Hom. and [dialect] Att. 2 and [ per.] 3sg. εις, ει, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.A (Abu Simbel, vi B. C., Iterat. ; alsoἠνίει Hp.Epid.7.46
; [ per.] 1sg.ἀνίειν Luc.Cat.4
: [tense] fut. ἀνήσω: [tense] pf. ἀνεῖκα: [tense] aor. 1 ἀνῆκα; [dialect] Ion. ἀνέηκα.:—the Homeric formsἀνέσει Od.18.265
, [tense] aor. opt.ἀνέσαιμι 14.209
, part.ἀνέσαντες 13.657
should be referred to ἀνέζω, butἄνεσαν Il.21.537
is from ἀνίημι: [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.ἀνεῖσαν Th.5.32
, imper. , S.Ant. 1101, E.Hel. 442, subj. , [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj.ἀνήη Il.2.34
, opt. ἀνείη, inf. ἀνεῖναι, part. ἀνείς:—[voice] Pass., ἀνίεμαι: [tense] pf.ἀνεῖμαι Hdt.2.65
, A.Th. 413, [ per.] 3pl. [tense] pf.ἀνέωνται Hdt.2.165
(v.l. ἀνέονται), inf. ἀνἑῶσθαι (sic) Tab.Heracl.1.153: [tense] aor. part. e: [tense] fut.ἀνεθήσομαι Th.8.63
. [ ἀνῐ- [dialect] Ep., ἀνῑ- [dialect] Att.: but even Hom. has ἀνῑει, ἀνῑέμενος, and we find ἀνῐησιν in Pl.Com.153 (anap.).]: — send up or forth,Ζεφύροιο.. ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Od.4.568
; of Charybdis,τρὶς μὲν γάρ τ' ἀνίησιν.. τρὶς δ' ἀναροιβδεῖ 12.105
;ἀφρὸν ἀ.
spew up, vomit,A.
Eu. 183;σταγόνας [αἵματος] ἀ. S.OT 1277
; of the earth, καρπὸν ἀ. make corn or fruit spring up, h.Cer.333; ; also of the gods,ἀ. ἄροτον γῆς S.OT 270
, etc.; so of females, produce, ib. 1405:—in [voice] Pass., : then in various relations,συὸς χρῆμα ἀ. S.Fr. 401
; ; of a forest,πῦρ καὶ φλόγα Th.2.77
;πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων E.Or. 277
:— send up from the grave or nether world, A.Pers. 650, Ar.Ra. 1462, Phryn.Com.1 D., Pl.Cra. 403e, etc.:— [voice] Pass., ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος ibid.; of fruit, Thphr.CP5.1.5.II let go, from Hom. downwds. a very common sense, ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, i.e. left me, Il.2.71, etc., cf. Pl.Prt. 310d: —[voice] Pass., wake up,D.S.
17.56; set free,ἐκ στέγης ἀ. S.Ant. 1101
; let go unpunished,ἄνδρα τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον X.HG2.3.51
, cf. Lys.13.93; ἄνετέ μ' ἄνετε leave me alone, forbear, S.El. 229 (lyr.); of a state of mind,ἐμὲ δ' οὐδ' ὣς θυμὸν ἀνίει.. ὀδύνη Il. 15.24
;ὅταν μ' ἀνῇ νόσος μανίας E.Or. 227
;ὥς μιν ὁ οἶνος ἀνῆκε Hdt.1.213
, etc.; ἀ. ἵππον to let him go (by slackening the rein), S.El. 721;ἵππους εἰς τάχος ἀ. X.Eq.Mag.3.2
;τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀ. Plu.Per. 11
.b loosen, unfasten,δεσμόν Od.8.359
(v.l. δεσμῶν); δεσμά τ' ἀνεῖσαι Call.Hec.1.2.13
: hence, open,πύλας ἄνεσαν Il.21.537
;ἀ. θύρετρα E.Ba. 448
; ἀ. σήμαντρα break the seal, Id.IA 325:—[voice] Pass.,πύλαι ἀνειμέναι D.H.10.14
.2 ἀ. τινί let loose at one, slip at,ἀ. τὰς κύνας X.Cyn.7.7
: henceἄφρονα τοῦτον ἀνέντες Il.5.761
, cf. 880: c. acc. et inf., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ib. 882: generally, set on or urge to do a thing, c. inf., , cf. 17.425, Il.2.276, 5.422: freq. c. acc. pers. only, let loose, excite, asοὐδέ κε Τηλέμαχον.. ῷδ' ἀνιείης Od.2.185
;μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν Il.7.25
; τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν urged Thrasymedes to their aid, 17.705:—so in [voice] Pass.,ἅπας κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu. 955
.3 ἀ. τινὰ πρός τι to let go for any purpose,τὸν λεὼν.. ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Hdt.2.129
; ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀ. ib. 173;τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς E.Fr. 974
(v.l. ἀφείς); τὰ σώματα ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν X.Cyr.7.5.75
; ἐὰν δ' ἀνῇς, ὕβριστον χρῆμα κἀκόλαστον [γυνή] if you leave her free, Pl.Com.98.4 let, allow, c. acc. et inf., ;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Hdt.2.36
, cf. 4.175: with inf. omitted,ἀνεῖσα πένθει κόμαν E. Ph. 323
; ἀ. στολίδος κροκόεσσαν τρυφάν ib. 1491;κόμας Plu.Lys.1
: c. dat. pers. et inf., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν having given him leave to hunt, X.Cyr.4.6.3.5 [voice] Med., loosen, undo, c. acc., κόλπον ἀνιεμένη baring her breast, Il.22.80; αἶγας ἀνιέμενοι stripping or flaying goats, Od.2.300; soἀνεῖτο λαγόνας E.El. 826
; so in [voice] Act., ἀνιέναι· δέρειν, Hsch.6 let go free, leave untilled, of ground dedicated to a god,τέμενος ἀνῆκεν ἅπαν Th.4.116
;ἀργὸν παντάπασι τὸ χωρίον ἀνιέντες τῷ θεῷ Plu.Publ.8
; generally,τὴν χώραν ἀ. μηλόβοτον Isoc.14.31
;ἀρούρας ἀσπόρους ἀ. Thphr.HP8.11.9
; allowed to run wild, Ge.49.21:—but this sense mostly in [voice] Pass., devote oneself, give oneself up,ἐς τὸ ἐλεύθερον Hdt.7.103
; esp. of animals dedicated to a god, which are let range at large (cf. ἄνετος), ἀνεῖται τὰ θηρία Id.2.65
; of a person devoted to the gods, ; of places, etc.,θεοῖσιν ἀ. δένδρεα Call. Cer.47
; ἄλσος ἀνειμένον a consecrated grove, cj. in Pl.Lg. 761c; of land,ἀ. εἰς νομάς PTeb.60.8
,72.36 (ii B.C.): hence metaph., ἀνειμένος εἴς τι devoted to a thing, wholly engaged in it, e.g.ἐς τὸν πόλεμον Hdt.2.167
; ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον they are given up to military service, ib. 165; ἐς τὸ κέρδος λῆμ' ἀνειμένον given up to.., E.Heracl. 3: hence [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀνειμένος as Adj., going free, left to one's own will and pleasure, at large, S.Ant. 579, El. 516;ἀ. τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον E.Andr. 727
; πέπλοι ἀνειμένοι let hang loose, ib. 598; τὸ εἰς ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν -μένον unrestrained propensity to.., Plu.Num.16;σώματα πρὸς πᾶσαν ἐπιθυμίαν ἀνειμένα Id.Lyc.10
.7 slacken, relax, opp. ἐπιτείνω or ἐντείνω, of a bow or stringed instrument, unstring, as Hdt.3.22, cf. Pl.R. 442a, Ly. 209b, X.Mem.3.10.7, etc.; esp. of musical scales, ἁρμονίαι ἀνειμέναι, opp. σύντονοι, Arist.Pol. 1342b22, al.; ἀνειμένα Ἰαστὶ μοῦσα Pratin.Lyr.5: metaph.,ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ' ἀ. Ar.V. 574
, cf. Pherecr.145.4, Pl.R. 410e;πολιτεῖαι ἀνειμέναι καὶ μαλακαί Arist.Pol. 1290a28
; ; ἀνειμένη τάσις the grave accent, Sch.D.T.p.130H.;οἱ πάγοι τὰς φλόγας ἀ.
temper,Arist.
Mu. 397b2: hence,b remit, neglect, give up,στέρνων ἀραγμούς S.OC 1608
;φυλακὰς ἀνῆκα E.Supp. 1042
; φυλακήν, ἄσκησιν, etc., Th.4.27, X.Cyr.7.5.70, etc.; ἀ. θάνατόν τινι to remit sentence of death to one, let one live, E.Andr. 531;ἔχθρας, κολάσεις τισί Plu.2.536a
; ἀ. τὰ χρέα, τὰς καταδίκας, Id.Sol.15, D.C.64.8, cf. 72.2; ἄνες λόγον speak more mildly, E.Hel. 442; soἀ. τινὸς ἔχθραν Th.3.10
; ἀ. ἀρχήν, πόλεμον, etc., Id.1.76, 7.18, etc.:—[voice] Pass., to be treated remissly,ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Id.8.63
; has become effete, powerless,E.
Or. 941: freq. in [tense] pf. part. ἀνειμένος as an Adj., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης when their minds are not strung up for action, Th.5.9; ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ relaxed, unconstrained, of the Athenians, Id.1.6; δίαιτα λίαν ἀ., of the Ephors, Arist.Pol. 1270b32;ἀ. ἡδοναί
dissolute,Pl.
R. 573a; ἄνανδρος καὶ λίαν ἀ. ib. 549d;ἀ. χείλεα
parched,Theoc.
22.63; of climate,ἀ. καὶ μαλακός Thphr.CP5.4.4
;ὀσμὴ μαλακὴ καὶ ἀ. 5.7.1
: [comp] Comp.ἀνειμενώτερος Iamb.VP15.67
:—but,8 the sense of relaxation occurs also as an intr. usage of the [voice] Act., slacken, abate, of the wind,ἐπειδὰν πνεῦμ' ἀνῇ S.Ph. 639
, cf. Hdt.2.113, 4.152;ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα S.Ph. 764
, cf. Hdt.1.94; ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, of a viper, having fastened on him she does not let go, Id.3.109: esp. in phrase οὐδὲν ἀνιέναι not to give way at all, X.HG2.3.46, cf. Cyr.1.4.22; τὰς τιμὰς ἀνεικέναι ἤκουον that prices had fallen, D.56.25, cf. Arist.Rh. 1390a15; σιδήρια ἀ. ἐν τοῖς μαλακοῖς lose their edge, Thphr.HP5.5.1.b c. part., give up or cease doing, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ θεός] Hdt.4.28, cf. 125, 2.121.β, E.IT 318, etc.c c. gen., cease from a thing, ; , D.21.186;φιλονικίας Th.5.32
; ἀνῆκε τοῦ ἐξελθεῖν forbore to come forth, LXX 1 Ki.23.13.9 dilute, dissolve, διά τινος or τινί, Gal.13.520, al., Gp.4.7.3, cf. Arr.An.7.20.5 (Phryn.19 says that διΐημι is more correct in this sense);διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Thphr.Vent.58
. -
4 διασκατόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκατόομαι
См. также в других словарях:
άνανδρος, -η — ο και άναντρος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ανδρείος, ο δειλός: Η επίθεση, με τον τρόπο που έγινε, ήταν άνανδρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
άναλκις — ἄναλκις ( ιδος), ο, η (Α) 1. ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος 2. άνανδρος, δειλός, απειροπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή «δύναμη». Τό ι τού τ. είναι σπάνιο και πολύ παλαιό. Η λ. στην αιτιατ. απαντά και ως ἀνάλκιδα (Ιλ. Θ 153 κ.α.) και ως ἄναλκιν (Οδ. γ… … Dictionary of Greek
κοπρίτης — ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)] βρομιάρης νεοελλ. 1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος 2. νωθρός και δειλός, άνανδρος 3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… … Dictionary of Greek
ανανδρία — η (Α ἀνανδρία και εία) 1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία 2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους νεοελλ. άνανδρη, δειλή συμπεριφορά αρχ. 1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα 2. (για… … Dictionary of Greek
δειλαίνομαι — (AM δειλαίνω, Μ και δειλαίνομαι) [δειλός] δειλιάζω, αισθάνομαι φόβο αρχ. είμαι δειλός, άνανδρος … Dictionary of Greek